Κυριακή, Σεπτεμβρίου 17, 2006

...όμορφα...

καθόμουν εκεί και τους κοίταζα, με θέα όλη την αθήνα και γύρω-γύρω τίποτα να κραυγάζει θαυμάστε με, απλά όμορφες εικόνες και εκεί μπροστά άνθρωποι να λικνίζονται με τις πιο όμορφες μουσικές, μέσα στα πιο όμορφα χρώματα, τι άλλο να ζητήσεις από ένα τέτοιο βράδυ, εκτός ίσως από μια θέση πάνω στη σκηνή...
το θέμα τελικά δεν είναι τι ήθελες και τι δεν έκανες ή ίσως ούτε καν τι μπορούσες και δεν προσπάθησες, αλλά πόσο καιρό θα σε τρώει όλο αυτό...
κι εκείνο που θέλω να πω είναι πως όσοι δεν είδατε το fuego κρίμα, αλλά τουλάχιστον έρχονται κι οι νύχτες πρεμιέρας...


υγ το μόνο που μπορεί να σε χαλάσει ύστερα από ένα (τέτοιο) βράδυ στο λυκαβηττό (εκτός ίσως από το ότι πρέπει να φύγεις) είναι όλοι εκείνοι που μόλις χαμηλώνουν τα φώτα του φινάλε σηκώνονται κι αρχίζουν να στριμώχνουν τα χοντρά τους μπούτια ανάμεσα στα καθίσματα, προσπαθώντας να αποδράσουν, λες και τους είχαν αλυσοδέσει στα προηγούμενα λεπτά και επόμενη σκηνή που περιμένεις είναι να τρέχουν μανιασμένα προς την έξοδο, με τα μπατζάκια τους να χουν πιάσει φωτιά ή τελικά μήπως έδιναν τζάμπα σουβλάκια στην έξοδο; Αφού δεν ήθελες (εσύ κι οι άλλοι τόσοι), είναι φανερό, γιατί δεν πήγαινες στη λαδόκολλα κι άσε μας τα τελευταία λεπτά σε αποκλειστικότητα...

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2006

αγαποσφαλιάρες *

Δεν μου το είπε κανείς, αλλά έχω την αίσθηση πως τελικά ο ορισμός του μεγαλώνω/ωριμάζω/αλλάζω/μπλα/μπλα/μπλα.... είναι πως μαθαίνεις λίγο καλύτερα να ξεγελάς τον εαυτό σου. Σε περιπτώσεις απόλυτης επιτυχίας, ίσως και τους γύρω σου. Για όσο κρατάει τουλάχιστον.

Πόσο να αλλάξεις πια έναν άνθρωπο, που όσους είδες ίδιοι μένουν, γιατί εσύ δηλαδή και τι το ιδιαίτερο έχεις; Το να μεγαλώνεις, το να ωριμάζεις, είμαι σχεδόν-απολύτως βέβαιη πως είναι μια χαζοχαρούμενη ψευδαίσθηση, ιδεατή για επιβίωση και συντηρείται αποκλειστικά από τις αλλαγές παραστάσεων, κυρίως τους ανθρώπους «πήγαινε-έλα», ή κάπως έτσι τέλοσπαντων....

Αλλά κι ο κόσμος γύρω, τριγύρω, οοολο κυκλικά, δεν είναι πολύ διαφορετικός όσοι κι αν παν-έρθουν... Τουτέστιν κι εκεί που θέλω να καταλήξω είναι πως τις ίδιες ξενέρες θα φας εδώ και στη ζιμπάμπουε, το ίδιο θα πετάς τη σκούφια σου για τον μανόλη ή τον μουσάμπα, το ίδιο θα θες να σπάσεις το κεφάλι της τούλας ή της τζασμίν (που 'χει και καλύτερο όνομα επιπλέον) και πως το ίδιο θα μαζεύεις τα μούτρα σου από το πάτωμα και θα την κάνεις με ελαφρά από το κλουβάκι που φτιαξες να σπιτώσεις την υπέροχη σου φιλία ή τη φανταστική σου νέα ζωή, που είναι πραγματικά ατέρμονα, φανταστικά, διαπλανητικά αψεγάδιαστη.

Ναι, συγγνώμη, αν άκουσες κάποιο θόρυβο μπαίνοντας (στο κλουβάκι) καλά το πιασες, ήταν το 12θεο ολόκληρο που γελούσε, μαζί με το συνέδριο των μπεκρήδων που γυροφέρνανε τον διόνυσο και, πάλι καλά κατάλαβες, με τα χάλια σου (αυτά που ‘ρχονται) γελάνε...

Αν οι έλληνες γεννήθηκαν τεμπέληδες, και το ξέρουν, είναι ευλογία από το θεό, μας γλίτωσε από τζάμπα κόπο να προσπαθούμε να πιάσουμε το νόημα αυτής της άσκοπης μαλακίας, που λέγεται ανθρώπινες σχέσεις κι εκεί που θέλω να καταλήξω είναι πως αν δεν έχετε γάτα, να πάρετε, τυχαίνει να ξέρω πως έχουν εφτά ζωές, άρα θα την βγάλουν καλύτερα από εσάς, χωρίς να αξιώνουν αιώνια χαρωπάδα, λες και γεννήθηκες στο καζάνι με την ευτυχία κι αν – ωωωωω – καταλάβουν πως δεν υπάρχει τέτοιο πράμα δεν θα στο φτύσουν στα μούτρα, φωνάζοντάς σε βαρετό ή κάπως έτσι και επίσης, εκείνο που θέλω να πω και θα έλεγα αν δεν με ανησυχούσε, είναι πως όλα αυτά δεν τα σκέφτηκα υπό την επήρεια αλκοόλ, ούτε συναισθηματικής υπερέντασης, δεν έβρισα καμία φορά (νομίζω;) και δεν έχω κανένα απολύτως σκοπό..

Στο τέλος-τέλος, θαρρώ το κανα για την kyrallina και τη xilaren...

* οι καλύτερες που φάγαμε ποτέ ήταν σπιτικές