bad, bad leroy brown
Ήταν για ένα συνηθισμένο πρωινό, ή μήπως ήταν ένα (ακόμη) συνηθισμένο Βατερλό. Ασχημα, όμορφα πράγματα του τελευταίου καιρού μου, σαν τη φίλη που κερδίζεις επειδή κάτι έχασε, τις καλημέρες με καφέ και κρουασάν που θυμήθηκες, επειδή κάτι (ξ)έχασες εσύ, τις στιγμές που ήρθαν σε λάθος χρόνο - αλλά τουλάχιστον ήρθαν, δε χάθηκαν...
Τίποτα, τίποτα δεν πάει καθόλου καλά και τίποτα δεν είναι τόσο άσχημο. Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει από εκεί που θέλω να φτάσω, αρκεί να βρω πού είναι αυτό, πώς μοιάζει, τι μυρίζει, πως αγγίζεται.
Λυπημένες ιστορίες, για διάφανα συννεφάκια και χαζοχαρούμενα γελάκια και ποδοπατημένα συναισθήματα, μισογεμάτες βαλίτσες, μεγάλα σχέδια, καμία συγκίνηση, ανόητες ευτυχίες...
Έμαθα πώς να φέρομαι σα μεγάλο παιδί. Ψύχραιμα, λογικά, κάνοντας υποχωρήσεις.
Εμαθα πώς να αντιδρώ σαν άντρας. Πιέστηκα και την έκανα, χωρίς εξηγήσεις...
Εμαθα πώς να είμαι δυνατή γυναίκα. Χτύπησα εκεί που πονούσε.
Κι ακόμη να μάθω από όλα τι θέλω να γίνω...
Τίποτα, τίποτα δεν πάει καθόλου καλά και τίποτα δεν είναι τόσο άσχημο. Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει από εκεί που θέλω να φτάσω, αρκεί να βρω πού είναι αυτό, πώς μοιάζει, τι μυρίζει, πως αγγίζεται.
Λυπημένες ιστορίες, για διάφανα συννεφάκια και χαζοχαρούμενα γελάκια και ποδοπατημένα συναισθήματα, μισογεμάτες βαλίτσες, μεγάλα σχέδια, καμία συγκίνηση, ανόητες ευτυχίες...
Έμαθα πώς να φέρομαι σα μεγάλο παιδί. Ψύχραιμα, λογικά, κάνοντας υποχωρήσεις.
Εμαθα πώς να αντιδρώ σαν άντρας. Πιέστηκα και την έκανα, χωρίς εξηγήσεις...
Εμαθα πώς να είμαι δυνατή γυναίκα. Χτύπησα εκεί που πονούσε.
Κι ακόμη να μάθω από όλα τι θέλω να γίνω...