Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2006

άι μπιλίβ άι καν φλάι

ξύπνησα αναμαλλιασμένη, οι αναθυμιάσεις από την τεκίλα σχημάτιζαν κίτρινες καρδούλες καθώς κολλούσαν στο ταβάνι κι από εκεί με έφτυναν πορτοκαλιές φέτες με κανέλα, νόμιζα ότι το κεφάλι μου κουδούνιζε στο νέο ρεμίξ της άγριας νύχτας από τον φοίβο και στο βάθος άκουγα έναν μεξικανό να μου φωνάζει αν θα πιάσεις τον στόχο πάλι σήμερα (15) με τέτοια μαύρα χάλια. εκανα λάθος, ήταν ο πατέρας μου που κουδούνιζε μανιασμένα, λίγο πριν τηλεφωνήσω στον πιλότο και βάλω επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους...

Η μαύρη βαλίτσα ήταν για μία ακόμη φορά πολύ μικρή για τα δυο-τρία ρουχαλάκια του σαββατοκύριακου, το πάτωμα γυαλίζει εορταστικά από την κίτρινη σκιά που ποδοπάτησα όπως τρέκλιζα προς την έξοδο και μετά ξαναγύρισα να την απλώσω λίγο καλύτερα και να μαζέψω τα οχτώ κομμάτια ύφασμα που απέδρασαν από το ανοικτό φερμουάρ. το παστίτσιο της μαμάς μου αγκομαχούσε στη δεξιά μασχάλη και από αριστερά η πορτοκαλί χειραποσκευή φώναζε κάτι για εκμετάλλευση του πλαστικού, αλλά την αγνόησα και πάτησα το μαύρο κουμπί για την έξοδο, προσπαθώντας με τρόπο να εξηγήσω ότι αυτό το πράγμα που διακρίνεται στη δεξιά τσέπη είναι ειλικρινά το ψαλίδι για τα μαλλιά, καθώς έψαχνα μανιωδώς το ύφος του επιστήμονα που έπεισε ότι τα φαινόμενα απατούν πιο συχνά από ότι 28χρονος με απωθημένα. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Έβαλα τις φωνές στον πατέρα μου που δεν έμαθε ακόμη ότι τα αεροπλάνα δεν φεύγουν αν δεν επιβιβαστώ, τα πλοία δεν λύνουν κάβους αν δεν με ακούσουν να ουρλιάξω «περιμένετεεεε» και ότι ποτέ δεν το παρακάνω με την ώρα ή το αλκοόλ όταν ταξιδεύω πρωί, γιατί πάνω από όλα είμαι σοβαρός άνθρωπος...

μαζί με τις χρυσοσκονισμένες μου πατημασιές άφησα πίσω και την άτιμη φραουλο-σοκολάτα, όπως συνειδητοποίησα πάνω από την γκαστρωμένη μου βαλίτσα που ξερνούσε μπλουζάκια έξω από τις «αναχωρήσεις», καθώς προσευχόμουν να μην αναγκαστώ να μοιράσω το εισόδημά μου σε κλειδαρά φτάνοντας. ο θεός παρά την ενόχληση στην οικογενειακή αυτή στιγμή του, μου έδωσε τη λίγη σημασία που ζήτησα...

συγχώρεσα τον πατέρα μου για την ανώριμη, πρότερη συμπεριφορά του κι έδωσα την καλύτερη συμβουλή που μπορούσα να συντάξω στον μικρό αδελφό μου, διότι πάνω από όλα θέλω να του γίνω πρότυπο: «μην αδειάζεις το μπουκάλι αν πετάς την άλλη μέρα και θυμίσου τη σκιά να τη σημαδεύεις στην καρδιά», καθώς νομίζω παρατήρησα το δεξί φρύδι να αγγίζει τις ρίζες των μαλλιών του - χάρηκα που έχουμε κάτι ακόμη κοινό και προχώρησα προς την έξοδο 7, αφού με ανήγγειλαν με όλες τις τιμές που μου αρμόζουν από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου, για να ξέρει ο κόσμος κάποτε ότι ήμουν κι εγώ εκεί. προσπάθησα να σταματήσω τα οχταράκια καθώς πλησίαζα προς τις κυρίες εδάφους-εδάφους και έδωσα εντολή για το πιο μειλίχιο χαμόγελο στον εγκέφαλό μου, ο οποίος με αγνόησε επιδεικτικά, όσο περίπου επιδεικτική ήταν η απορία της δεσποινίδος όταν της έδωσα το απόκομμα από το εισιτήριο του πλοίου και ζήτησα επιτακτικά παράθυρο, πίσω από το φτερό...

το τελευταίο που έκανα ήταν να βγάλω το σελοτέιπ από τα μάτια μου, αποτέλεσμα μιας ύστατης προσπάθειας να απολαύσω την απογείωση και η οποία (προσπάθεια) παραδόξως στέφθηκε από επιτυχία. ήταν ένα συναίσθημα που κράτησα ως τελευταία ανάμνηση του ταξιδιού μου, μαζί με την εικόνα των λευκών χριστουγέννων από εκεί ψηλά, χαιρέτησα το νησί και υποσχέθηκα την επόμενη φορά που θα βρεθούμε να βασανίζομαι από λιγότερο κοσμοθεωρητικά προβλήματα, όπως ορκίστηκα και στον μπαμπά μου να μάθω να κάνω υποχωρήσεις, αλλά το σμαρτ να είναι μαύρο...